Σάββατο 23 Μαΐου 2009

Η μαραθωνια ποκερ μονομαχια του Nick the Greek με τον Τζονυ Μος...2

Η φήμη του Νικ σαν ενός ασυνήθιστου ανθρώπου που διασχίζει την ζωή με ένα ζευγάρι ζάρια στην μία τσέπη και τους διάλογους του Πλάτωνα στην άλλη, γέννησαν μία ακαταμάχητη περιέργεια σε πολλούς άλλους ανθρώπους, και όχι μόνο των ενοχλητικών θεατών. Έχει φίλους στις έδρες της ιστορίας και της φιλοσοφίας σε τρία πανεπιστήμια στην Καλιφόρνια, όπου συχνά περνά ελεύθερα τις ώρες του. " Αυτοί οι κύριοι μου δίνουν αυτήν ακριβώς την εξάσκηση που χρειάζονται οι κράμπες των πίσω ποδιών του εγκεφάλου μου" λέει.
Ο Νικ είναι όμως περισσότερο φειδωλός με τον χρόνο του με συγγραφείς και δημοσιογράφους που κατατείνουν προς αυτόν θεωρώντας τον σαν μία τράπεζα για πλοκή των έργων τους, αλλά και με άλλους που θέλουν να διερευνήσουν πλατιά την ζωή του. Αυτή η αντίσταση στους συγγραφείς και τους υπόλοιπους του γενικού πληθυσμού είναι μία μαθημένη αντίδραση. Για πολλά χρόνια δρούσε σε υπόγεια, πολυτελή διαμερίσματα, δωμάτια των μαγαζιών πώλησης τσιγάρων, και σε σουίτες ξενοδοχείων ανάμεσα σε άλλα μέρη, όπου κάθε χτύπημα στην πόρτα μπορεί να σήμαινε έφοδο.
Ο νόμιμος τζόγος στο Λας Βέγκας τον απάλλαξε από αυτήν την υπερένταση, αλλά η παλιά του επιφυλακτικότητα παρέμεινε. " Ακόμη και εδώ στο Λας Βέγκας, φτάνει να ακούσω ένα δρυοκολάπτη να χτυπά με το ράμφος του το δέντρο για να αρχίσω αυτόματα το κρύψιμο όλων των ενδείξεων " λέει. Κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου και ιδίως των χρόνων που ακολούθησε το μεγάλο κραχ ο Νικ επισκέφτηκε αρκετές φορές την Ευρώπη .
Σε μία του επίσκεψη το 1932, όταν η δράση στην Αμερική είχε ατονήσει πολύ, έχασε 120.000 δολάρια μέσα σε μία νύχτα από ένα γκρουπ που συμπεριέλαβε και τον ξάδερφο του βασιλιά Αλφόνσου του 13ου της Ισπανίας. Λέγεται ότι ήταν όλα έτοιμα για μεγάλη δράση όταν αυτός έκανε την εμφάνιση του. Ο Νικ άρχισε να ζει λίγο ως πολύ μόνιμα στο Λας Βέγκας από το 1943.
Μετά δέκα χρόνια παραμονής αν και τα όρια των καζίνο είναι χαμηλά, κέρδισε και έχασε πάνω από 10 εκατομμύρια δολάρια. Μιάς και δεν παίζει ρουλέτα, μπλάτζακ ή σλοτς επειδή θεωρεί τα ποσοστά του καζίνο μεγάλα εναντίον του, επικεντρώθηκε στο παιχνίδι Φάρο, στο πόκερ και στα ζάρια. " Το πόκερ είναι μία ψυχολογική πάλη στην οποία κανένας μηχανικός κανόνας δεν ισχύει. Τα καλά φύλλα κάνουν ένα χέρι ασφαλές, αλλά τα περισσότερα μεγάλα ποτ κερδίζονται με μικρά φύλλα και έξυπνο παιχνίδι. Θα παρατηρήσω τι κάνει ο αντίπαλος μου με τα χαρτιά του και θα προσπαθήσω να διαβάσω κάποιο συναίσθημα στο πρόσωπο του ή στις κινήσεις του.
Με βετεράνους παίκτες φυσικά, το διάβασμα του προσώπου είναι χωρίς αξία. Οι καλοί παίκτες του πόκερ έχουν πολλή γνώση για τις εκφράσεις του προσώπου μέσα τους. Θα δείξουν νευρικότητα όταν κρατούν τρεις άσσους, θα δείχνουν ήρεμοι όταν κρατούν κακά φύλλα . Εάν το παρατηρήσεις αυτό τότε θα αλλάξουν συμπεριφορά και έκφραση".
Η σύγχρονη εποχή γνωρίζει περισσότερο από όλα τα παιχνίδια του Νικ την μονομαχία του με τον Τζόνυ Μος το 1951 (και όχι το 1949 , σύμφωνα με την μαρτυρία του Μος, αλλά και σύμφωνα με το δεδομένο ότι το καζίνο του Μπέννυ Μπίνιον το Horseshoe ξεκίνησε να λειτουργεί την χρονιά αυτή). Εδώ εκτός από την ψυχολογική μάχη δόθηκε και η μάχη της αντοχής μυαλού και σώματος. Ο Νικ ήταν 65 - 68 χρονών σε αντίθεση με τον Μος που στα 44 του διένυε την καλύτερη του περίοδο στο πόκερ. Ήταν μια εποχή στην οποία δεν υπήρχαν τα μεγάλα παιχνίδια του παρελθόντος και ο Νικ αναζητούσε κάτι το ξεχωριστό .
Καθώς είχε γνωριστεί με τον ιδιοκτήτη του νεότευκτου καζίνο Horseshoe τον Benny Binion, τον πλησίασε μία μέρα με ένα ασυνήθιστο αίτημα. Του ζήτησε να αναλάβει την οργάνωση μιας μαραθώνιας μονομαχίας πόκερ μεταξύ του ιδίου και του καλύτερου παίκτη της εποχής. Θα έπρεπε να παίξουν για ένα μεγάλο ποσό μέχρι ο νικητής να τα κερδίσει όλα. Ο Μπέννυ συμφώνησε με τον όρο να διεξαχθεί ο αγώνας δημόσια.
Ο Μπέννυ τηλεφώνησε λοιπόν στον Τζόνυ Μος τον οποίο θεωρούσε σαν τον καλύτερο παίκτη. " Τζόνυ " λέει ο Μπίνιον τον Μος από το τηλέφωνο, "Υπάρχει ένας τύπος εδώ, που μου προσφωνείτε σαν Νικ δε Γκρηκ, νομίζει ότι ξέρει να παίζει σταντ πόκερ. Τζόνυ νομίζω ότι πρέπει να έρθεις εδώ και να παίξεις μαζί του, θα διασκεδάσεις νομίζω" .Όταν ο Τζόνυ έφτασε στο Λας Βέγκας, έμαθε από τον Μπίνιον για τα ποσά που θέλει να παίξει ο Νικ, "καλύτερα να φύγω από την πόλη του είπε", αλλά ο Μπέννυ Μπίνιον τον έπεισε.
Ο Τζόνυ Μος όπως και ο Μπέννυ Μπίνιον είχαν δεν είχαν την μόρφωση δημοτικού σχολείου, αλλά πολύ δύσκολα κέρδιζε κάποιος τον Μος στο πόκερ, ή μπορούσε κάποιος να ξεπεράσει τον Μπίνιον στις επιχειρήσεις ψυχαγωγίας. Ο Μος ήταν στο Ντάλλας την περίοδο εκείνη όπου τα πήγαινε πολύ καλά. Ήταν από μικρό παιδί στους χώρους των τυχερών παιχνιδιών και όπως όλοι οι επαγγελματίες της παλιάς εποχής έπαιρνε τους δρόμους παίζοντας σε όποιο παιχνίδι πόκερ έβρισκε. Έπαιζε τίμια και έβγαζε αρκετά χρήματα ώστε το να κλέψει στα χαρτιά φαινόταν σαν μεγαλύτερος μπελάς από ότι άξιζε.
Η ικανότητα που είχε να κλέβει στα χαρτιά του αποδείχτηκε πολύτιμη καθώς μπορούσε να καταλάβει κάθε απάτη που γινόταν. Ήταν πολύ ψυχρός χαρακτήρας αλλά και θερμόαιμος και όχι ο άνθρωπος που θα ήθελες να τα βάλεις μαζί του. Όταν ο συγγραφέας περί του τζόγου Michael Konick τον ρώτησε κάποτε εάν έχει σκοτώσει ποτέ του άνθρωπο ο Μος απάντησε ότι δεν ξέρει εάν είχε πεθάνει. Ο Μος καλυπτόταν οικονομικά από τον Μπέννυ, μιας και το κεφάλαιο του Νικ ήταν τεράστιο. Ο Μπέννυ έστησε το τραπέζι των δύο παικτών στην είσοδο του καζίνο και αμέσως εμφανίστηκαν γύρω στους τριακόσιους θεατές που αυξάνονταν συνεχώς κάνοντας μεγάλες ουρές έξω από το καζίνο.
Νωρίς στο παιχνίδι ο Νικ πήρε μεγάλο προβάδισμα απειλώντας να ξετινάξει τον Μος Το παιχνίδι διακοπτόταν μόνο για φαί και ύπνο, αν και αντί για ύπνο ο Νικ διάλεγε να παίζει περισσότερο ζάρια. "Το παιχνίδι τράβηξε την προσοχή όλης της πόλης " λέει ο Μος, και συνεχίζει "0 κόσμος έσπρωχνε και τραβούσε ο ένας τον άλλον με τα μάτια τους καθηλωμένα στο παιχνίδι μας. Ο Έλληνας είχε μία πραγματικά μεγάλη φήμη. Λέγανε ότι κέρδισε παραπάνω από 60 εκατομμύρια στην εποχή του στο πόκερ, αν και εγώ εκτιμώ ότι έχασε λίγα περισσότερα. Πρέπει να ήταν κοντά στα εβδομήντα τότε, αλλά ήταν ακόμα ένας πολύ έξυπνος παίκτης.
Η ηλικία δεν φάνηκε να άφησε σημάδια ενόχλησης πάνω του. Ήρθα λοιπόν με το αεροπλάνο από το Ντάλλας, δεν ήμουν βέβαια ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο, αλλά μπορούσα να παίξω πολύ καλά και καταλάβαινα ότι το είχα μέσα μου. Ήμουν ήδη ξύπνιος για τρεις νύχτες και μέρες παίζοντας χαρτιά στο Τέξας και όταν ήρθα στην πόλη εκείνο το απόγευμα της Κυριακής, καθίσαμε αμέσως για να παίξουμε. Δεν χρειαζόταν να αναβληθεί τίποτα όταν υπήρχαν χρήματα να κερδηθούν. Παίξαμε σταντ πόκερ από το απόγευμα της Κυριακής συνεχόμενα μέχρι την Πέμπτη . Την Πέμπτη το βράδυ του είπα ότι ήμουν κουρασμένος, ότι θα σταματούσα και θα πήγαινα για ύπνο. " Τι συμβαίνει " μου λέει αυτός ο ενθουσιώδης Έλληνας "δεν μπορείς να αντέξεις την πίεση;".
Πάντως κοιμήθηκα για 24 ώρες και έμαθα ότι ο Νικ δεν πήγε ούτε καν στο κρεβάτι του . Εβδομήντα χρονών και απλά περίμενε εμένα να γυρίσω πίσω παίζοντας όλο αυτό το διάστημα ζάρια. " Τι θέλεις να κάνεις Τζόννυ " μου λέει ο Έλληνας " θέλεις να σου ξεφύγει η ζωή ενώ εσύ κοιμάσαι;".
Παίξαμε ξανά μέχρι το βράδυ της Κυριακής και ξαναπήγα για ύπνο. Πρέπει να παίξαμε σταντ πόκερ για περίπου 2 μήνες ή παραπάνω και βγήκα κερδισμένος διακόσιες χιλιάδες δολάρια. Στο διάστημα αυτό έπαιξα το μεγαλύτερο ποτ της ζωής μου. Θυμάμαι ότι υπήρχε μία ante των εκατό δολαρίων και η μικρή κάρτα έπρεπε να ποντάρει διακόσια δολάρια. Είχαμε από μία κάρτα να φαίνεται ο καθένας και η δική μου κρυφή κάρτα ήταν ένα εννιάρι. Φυσικά δεν ήξερα τότε τι είχε ο Έλληνας σαν κρυφή κάρτα. Η φανερή μου κάρτα ήταν ένα εξάρι και αυτουνού ένα επτάρι, έτσι πόνταρα διακόσια δολάρια.
Ο Νικ μου τα γύρισε άλλα χίλια αμέσως. Τα είδα. Κατόπιν αυτός πήρε ένα οκτάρι και εγώ ακόμη ένα εννιάρι. Πόνταρα χίλια δολάρια. Και τότε ψύχραιμος όσο μπορεί να είναι κάποιος μου πόνταρε 16 χιλιάδες δολάρια. Τώρα μπορούσα να πάρω το ποτ ακριβώς εδώ με τα δύο μου εννιάρια. Δεν μπορούσε να έχει κάτι καλύτερο από δύο οκτάρια.
Αλλά δεν ήθελα να τον διώξω από το ποτ. Του έστησα μία παγίδα. Ήθελα να πάρω και τα εναπομείναντα χρήματα που είχε μπροστά του( δεν έπαιζαν με όλο τους το κεφάλαιο εξαρχής, όποιος έχανε τα λεφτά με τα οποία ξεκινούσε μπορούσε να συνεχίσει βάζοντας άλλη μία κάβα και ούτω καθ εξής). Και αυτός ο ενθουσιώδης Έλληνας έκλεισε τα μάτια του και έπεσε μέσα στην παγίδα. Ήθελα όλα τα χρήματα που είχε, κάθε σεντ από αυτά. Τώρα δεν πρέπει να πίστευε με τίποτα ότι είχα δύο εννιάρα, και έτσι απλά είδα τις 16 χιλιάδες. Κατόπιν αυτός τράβηξε ένα τριάρι και εγώ ένα δυάρι.
Ήμουν ακόμα μπροστά με τα εννιάρια και πόνταρα 30 χιλιάδες, αυτός τα είδε και ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να κάνει. Αυτό το κόλπο το είχα λαδώσει και ρυθμίσει σαν μία μηχανή, έμοιαζε σαν να κρατούσε μια βόμβα στα χέρια του. Υπήρχε μόλις μία κάρτα να έρθει ακόμη. Πήρα ένα τριάρι και αυτός έναν βαλέ. Τώρα ο βαλές ήταν το μόνο φύλλο που μπορούσε να με κερδίσει. Τώρα είχε τύχες. Άρχισε να χρονοτριβεί, να καθυστερεί καπνίζοντας το πούρο του και τελικά έσπρωξε 45 χιλιάδες στο ποτ.
Τώρα άρχισα να υποψιάζομαι ότι υπήρχε κάτι το στραβό σε αυτό το ποτ. Δεν μου μύριζε καλά. Δεν είχε δύο βαλέδες, ήθελα να πιστεύω όμως. Άλλωστε δεν μπορεί να είχε δύο βαλέδες αλλιώς θα πόνταρε παραπάνω. Αλλά δεν με ένοιαζε τι φύλλο τράβηξε τώρα. Έπαιξα αυτό το κόλπο με έναν συγκεκριμένο τρόπο με σκοπό να σπάσω αυτόν τον Έλληνα και αυτό ήταν όλο το οποίο σκεφτόμουν. Τα λεφτά δεν είχαν σημασία. Σπάνια ξαναγυρνάω το στοίχημα σε μια τέτοια περίπτωση αλλά τα γύρισα όλα όσα μου είχαν απομείνει, που ήταν περίπου 25 χιλιάδες. Δεν θα μου έκλεβε το ποτ. Δεν θα με ανάγκαζε να το σκεφτώ και να κάνω πάσο. Έπρεπε να κερδίσει τα δύο μου εννιάρια ή να σηκωθεί από το τραπέζι( για να φέρει και άλλα χρήματα).
Ήταν δεμένος, μπορούσα να το δω αυτό. Πρέπει να ήταν περισσότερο από 250 χιλιάδες στο ποτ εκείνο. Το πλήθος που παρακολουθούσε βρισκόταν σε μία θανάσιμη ησυχία. Μπορεί η πόλη να καιγόταν από τα θεμέλια και αυτοί να παραμείνουν στην θέση τους ώστε να παρακολουθήσουν την εξέλιξη. Και τότε όσο ήσυχα μπορεί να μιλήσει κάποιος μου είπε "Κύριε Μος, νομίζω ότι έχω ένα βαλέ στο κρυφό μου φύλλο".
Τον κοίταξα τότε και είπα " Έλληνα εάν έχεις ένα βαλέ σαν κρυφό φύλλο είσαι ικανός να κερδίσεις ένα πάρα πολύ μεγάλο ποτ". Ο Έλληνας είδε το στοίχημα μου και έπιασε με το χέρι του το κρυφό του φύλλο γυρνώντας έναν βαλέ καρό. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Το πιο διαβολικό πράγμα που έχω δει. Τον παγίδεψα και αυτός βγήκε έξω από την παγίδα για να με ξεπετάξει. Εκνευρίστηκα, ναι εκνευρίστηκα αλλά δεν είπα ποτέ τίποτα και όταν σύντομα επανήλθα με μία νέα κάβα συνεχίσαμε αλλάζοντας σε παιχνίδια όπως το seven — card high split, deuce - to — seven, και Kansas city lowball.
Παίξαμε αυτά τα παιχνίδια δύο με τρεις εβδομάδες. Τον κέρδισα γύρω στις 70 με 80 χιλιάδες δολάρια. Παίζαμε πέντε μέρες κάθε φορά, κοιμόμασταν 24 ώρες και ξαναπαίζαμε. Κάναμε ένα διάλειμμα για λίγο. Μετά ξεκινήσαμε με draw poker. Το παιχνίδι αυτό ήταν το καλύτερο μου και άφησε να το παίξουμε μόνο τρεις με τέσσερις μέρες. Τον κέρδισα γύρω στις 400 χιλιάδες. Ολόκληρο το παιχνίδι πρέπει να κράτησε κοντά στους πέντε μήνες.
Και τότε όταν έφτασε το τέλος, αυτός ο ole Έλληνας χαμογέλασε, σηκώθηκε από το τραπέζι- παίζαμε ace-to-the- five από ότι θυμάμαι, και τον είχα στήσει στο τοίχο- και μου είπε "Νομίζω ότι πρέπει να σας αφήσω να φύγετε κύριε Μος" . Τον φαλίρισα, το καταλαβαίνω, τον ράγισα . Αλλά αυτός ο Έλληνας ήταν ένας πραγματικός τζέντλεμαν, δεν είπε ποτέ τίποτα άλλο. Απλώς σηκώθηκε, χαμογέλασε και πήγε επάνω για ύπνο".
Ο Νικ έχασε γύρω στα 2 εκατομμύρια δολάρια από τον Μος στους πέντε αυτούς μήνες και το παιχνίδι αυτό θεωρείται το κορυφαίο που έγινε ποτέ στην πόλη. " Λοιπόν ο Νικ δε Γρκηκ ήταν ο πιο παράξενος χαρακτήρας που έχω δει ποτέ" λέει ο Μπέννυ Μπίνιον και συνεχίζει " Κανένας ποτέ δεν ήξερε το που έβρισκε όλα αυτά τα λεφτά. Και όταν του τελείωναν, συνήθιζε να έρχεται εδώ κάτω στο στριπ. To Dunes του έδινε ένα δωμάτιο. Και ερχόταν εδώ κάτω για να φάει και μετακινούνταν με λεωφορείο. Δεν ήθελε να ξέρει κανένας ότι έπαιρνε το λεωφορείο, έτσι όταν μάθαινα ότι ήταν έτοιμος να ξανάρθει του λεγα " Τι λες Νικ, φαίνεται ότι πηγαίνεις κάτω στο στριπ για κάποια λεφτά, θέλεις να σε πετάξω εκεί;"
"Φυσικά " έλεγε. Όταν πέθανε η αδελφή του ήρθε εδώ. Και δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ να αισθάνεται τέτοιες τύψεις, και άρχισε να κλαίει. Και μου είπε ότι χαράμισε την ζωή του και απλά έκλαιγε Yah Yah Yah . Τότε τον έπιασα και του λέω " Για όνομα του Θεού Νικ πες μου που έβρισκες όλα αυτά τα λεφτά".
"Αν ζήσω περισσότερο από σένα θα σου το πω την τελευταία στιγμή, αλλά αν δεν ζήσω περισσότερο δεν θα το μάθει κανείς, δεν θα το πω ποτέ " μου είπε και άρχισε να γελάει. Δεν μου το είπε ποτέ. Και κανείς άλλος δεν ξέρει. Αλλά ήταν ένας αφύσικος γερο - τύπος. Σου έβαζε ένα φίδι στην τσέπη και σου ρωτούσε για παιχνίδι. Δύσκολα κρατιόταν σε αυτά που μπορούσε να έχει. Μία μέρα ένας τύπος τον κέρδισε γύρω στις πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια στο πόκερ. Έτσι βγήκε έξω και βγήκα μαζί του για να πάρουμε τα λεφτά και να τα δώσουμε στον κερδισμένο. Και του είπα " Θεέ μου Νικ, είναι πολλά λεφτά για να τα δώσεις σε έναν άνθρωπο"
Και μου λέει " Η ζωή μου δεν πάει μαζί με αυτά" και άρχισε να βγάζει τα ρούχα του για να πάει στο κρεβάτι. Και είχε τα λεφτά αυτά σε ένα παλιό κιβώτιο στο δωμάτιο του και δεν ήταν καν κλειδωμένο, κάτω από κάποια ρούχα. Από όλους τους χαρακτήρες στην ιστορία του τζόγου που έχω συναντήσει αυτός ήταν ο πιο εξέχων από όλους".
Όταν ο Νικ μπλέκει με την δράση, δεν ανέχεται καμία ανοησία, η συμπεριφορά του είναι ήρεμη και προστακτική. Φαίνεται σαν να κάνει δίαιτα καθώς όσες ώρες και να παίζει πίνει μόνο χυμό φρούτων, γάλα, σάντουιτς με κοτόπουλο και καπνίζει πούρα, και σπάνια αφήνει το τραπέζι στο οποίο παίζει για οποιονδήποτε λόγο. Σαν ένας άντρας που έχει αφοσιωθεί στην κυριαρχική επιρροή του πνεύματος πάνω στο σώμα, εξαιρούμενων κάποιων περιπτώσεων, παραδέχεται ως υπαρκτές τις ευλογίες της φυσικής του κατάστασης. Παρόλο που έχει ζήσει σε έναν ρυθμό, για τον οποίο οι γιατροί λένε ότι έπρεπε να είχε ζήσει πολλά χρόνια λιγότερο, η αντοχή του ήταν ένα από τα θαύματα στο επάγγελμα του.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ο Νικ, σε μία δράση απαράμιλλη για οποιαδήποτε άκρατη αντοχή έπαιξε την μπάνκα του Φάρο για οκτώ νύκτες και μέρες με μόνο ένα μικρό διάλλειμα. Η ιστορική δράση ξεκίνησε ένα πρωινό της Πέμπτης στο καζίνο Golden Nugget του Λας Βέγκας. Μετά από τρεις μέρες στο τραπέζι του Φάρο ο Νικ είχε ένα αξιοσημείωτο μεγάλωμα στην τριχοφυΐα του προσώπου του και εντόπισε κάποια ασήμαντα λάθη στο παιχνίδι του, πιθανόν ανιχνεύσιμα στην κόπωση.
Την τέταρτη μέρα εντόπισε και άλλα λάθη, και αποφάσισε να πάει σπίτι του, στο μικρό με μικρά έξοδα, εργένικο δωμάτιο του στο ξενοδοχείο Last Frontier για να κοιμηθεί λιγάκι. Είχε χάσει 24.000 δολάρια μέχρι τότε. Για τον Νικ που ο χρόνος και ο τόπος είναι θαμπά όταν βρίσκεται σε δράση, είδε ότι ο ήλιος έλαμπε καθώς πήγαινε στο ξενοδοχείο του. Μόλις βρέθηκε στο δωμάτιο του ξεντύθηκε και έπεσε στο κρεβάτι δίνοντας προσοχή στην ώρα που ήταν 11 ακριβώς το πρωί.
Αποκοιμήθηκε αμέσως. Ενώ κοιμόταν σύννεφα κάλυψαν τον ήλιο. Τριάντα λεπτά αφότου έπεσε για ύπνο, ξύπνησε για ένα νέο ξεκίνημα, ορθώθηκε πάνω, κοίταξε εξεταστικά το ρολόι, είδε ότι ήταν έντεκα και μισή, και έριξε μια κλεφτή ματιά από το παράθυρο σε μία γκρίζα και μελαγχολική μέρα. Πιστεύοντας ότι κοιμήθηκε όλη την ημέρα, ένα άνευ προηγουμένου επίτευγμα, χασμουρήθηκε, τεντώθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Τρία τέταρτα της ώρας αργότερα, ήταν πάλι πίσω στο τραπέζι του Φάρο στο καζίνο Golden Nugget. Φάνηκε σαν να επανήλθε στους φυσιολογικούς του ρυθμούς. Τις επόμενες τέσσερις μέρες και νύχτες κέρδισε πίσω ότι είχε χάσει συν άλλα 33.600 δολάρια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου