Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Nick the Greek ενας αληθινος high roller

Σε αυτόν τον κόσμο του τζόγου που δεν κοιμάται ποτέ, βρίσκεις κάθε καρυδιάς καρύδι. Ψεύτες, αφελείς, κλέφτες, μανιακούς, κυβερνητικούς απατεώνες.
«Θέλησα να θεωρούμαι ένας παράξενα καθαρός παίκτης, ο οποίος αναζητά περισσότερο την αλήθεια παρά το όφελος. Ναι το παιχνίδι ήταν η ζωή μου. Έπαιζα αδιάκοπα με πάθος με χαρά ,πάντα για μεγάλα ποσά, όχι σαν επαγγελματίας ή σαν επένδυση, αλλά όπως οι αληθινά αφιερωμένοι μοναχοί πρέπει να προσεύχονται, κάτι σαν μία παρατεταμένη έκσταση.
Σε αυτό το διάστημα των 60 χρόνων της σταδιοδρομίας μου, υπολογίζω ότι κέρδισα και έχασα γύρω στα 500.000.000 δολάρια, κάνοντας την διαδρομή από την φτώχεια στον πλούτο 73 φορές.»
Μία χρονική περίοδο ο Νικ είχε στην κατοχή του 50.000.000 δολ. τα οποία κρατούσε σε μία ασφαλή θυρίδα. Κάποιος άλλος θα είχε αποσυρθεί επενδύοντας τα. Η δική του όμως οπτική παρέμεινε αμετάλλακτη και μοναδική. Τα λεφτά σήμαιναν για εκείνον απλώς μία ευκαιρία να παίξει σε μεγαλύτερα και καλύτερα παιχνίδια.
«Όπως έχω πει κατ επανάληψη, τα λεφτά έχουν γίνει ένα υποκατάστατο στην κοινωνία μας για σχεδόν οτιδήποτε μπορείς να ονομάσεις. Ακόμη και για τον χαρακτήρα. Απλά λυπάμαι που πρέπει να τα χρησιμοποιούμε για τον τζόγο. Είναι μόνο μία κάβα, ένα ποσό.
Κέρδιζα και έχανα με την ίδια φλόγα, και στα γεράματα ήμουν υπερήφανος τόσο για τις ήττες μου ,όσο και για τις νίκες. Πράγματι μιλούσα για τις ήττες μου με τον ίδιο αέρα και την ίδια υπερηφάνεια, όπως θα μιλούσαν κάποιοι για τα εγγόνια τους.
Σε μία περίπτωση στοιχημάτισα 40.000 εναντίον 20.000 ενός άλλου παίκτη σε παράπλευρο στοίχημα στα ζάρια (δηλ. σε στοίχημα που κανόνιζαν οι δύο παίκτες και που δεν είχε καμία σχέση με τους κανόνες του εξελισσόμενου παιχνιδιού).
Όταν στην επόμενη ζαριά έχασα το στοίχημα ένας συγγραφέας με ρώτησε κομπιάζοντας 'To κάνεις συχνά αυτό Νικ΄;'
Γιατί όχι του απαντάω είναι στοίχημα με πιθανότητες 2 προς 1 έτσι δεν είναι. Σε μία άλλη περίπτωση είχα μία ακόμα μεγαλύτερη ήττα όταν σε παρόμοιο στοίχημα έχασα 280.000 από τον Άρνολντ Ρόθσταιν. Γιατί πόνταρες 280.000' με ρώτησε ένας δημοσιογράφος.
Μέχρι τόσα ήθελε να πάει ο Άρνολντ του λέω. Δεν υπήρχε όριο κινδύνου για μένα. Αισθανόμουν το ίδιο άνετα τόσο στις μεγάλες ήττες όσο και στις μεγάλες νίκες. Χρειαζόμουν τα λεφτά σαν κάβα για να μπορώ να παίζω, ναι ,αυτό είναι αλήθεια. Αλλά εκτός αυτού τι καλό θα μπορούσαν να μου είναι.
Δεν παντρεύτηκα ποτέ - ποτέ μου δεν γνώρισα κάποια που θα μπορούσε να μοιραστεί ή να αποδεχτεί τον τρόπο ζωής μου - μπορώ να ζήσω μόνο σε ένα δωμάτιο κάθε φορά - να φορώ μια αλλαξιά την κάθε φορά και να τρώω ένα γεύμα. Πραγματικά δεν χρειάζεσαι πολλά για αυτά.
Τα υλικά αγαθά είναι μόνο μία περιφερειακή πλευρά της ζωής, μπορώ όμως να κατανοήσω την μεγάλη σημασία που έχουν για τους άλλους. Πάντα πλήρωνα τα χρέη μου στην ώρα τους και κανείς δεν έχασε ποτέ λεφτά από μένα».
Ο Νικ ήταν σε όλη του την ζωή φιλάνθρωπος τόσο σε ιδρύματα όσο και σε ιδιώτες ,σε φίλους αλλά και σε οποιονδήποτε του χτυπούσε την πόρτα. Δεν επέμενε για την επιστροφή των χρημάτων ακόμη και όταν τα έδινε σαν δανεικά. Εκτός από τα τελευταία χρόνια της ζωής του όταν δεν μπορούσε να βρει εύκολα πλέον χρήματα ζητούσε να του επιστραφούν τα όποια δανεικά και χρέη είχαν προς αυτόν άλλοι τζογαδόροι.
Βασιζόταν όμως μόνο στον λόγο τους, χωρίς να έχει καμία υπογραφή τους και έτσι με δυσκολία έπαιρνε πίσω κάποια λίγα από τα χρήματα με την βοήθεια ενός φίλου του δικηγόρου που του εξηγούσε ότι ο λόγος τιμής ενός τζογαδόρου δεν έχει πλέον καμία αξία. Μόνο σε ιδρύματα έδωσε 5.000.000 δολάρια και άλλα 2.000.000 σε απλούς ανθρώπους. Έστειλε περίπου 30 παιδιά φίλων στο κολλέγιο, πλήρωσε πάντα ανώνυμα, χρέη σε νοσοκομεία για πάνω από 1.000 άτομα και βοήθησε άλλους 300 να φτιάξουν την δική τους επιχείρηση.
Όταν ακουγόταν ότι ο Νικ τζίραρε περισσότερα λεφτά από πολλές τράπεζες, είναι απόλυτα φυσικό να ανακηρυχθεί σαν ο κορυφαίος σε παίξιμο χρημάτων παίκτης αυτής της χώρας που μόνο το 1953 υπολογίζεται ότι παίχθηκαν σε τυχερά παιχνίδια γύρω στα 20 δις. Δολάρια . Δηλαδή 5 δισεκατομμύρια περισσότερα από το κόστος του πολέμου της Κορέας.
«Έζησε σαν ένας μοντέρνος Σωκράτης, δεν πίστευε σε τίποτα το υλικό» είπε κάποιος φίλος του. Η περιουσία του όταν πέθανε μπορούσε να χωρέσει μέσα σε ένα παπούτσι.
Τα πιο πολύτιμα αγαθά του ήταν αυτά που μπορούσε να πάρει μαζί του , και τα πήρε. Δύο από τα αγαθά που πήρε μαζί του ήταν το ελεύθερο και ενθουσιώδη πνεύμα της περιπετειώδης νιότης, που ήταν ένα μοναδικό του χαρακτηριστικό γνώρισμα για όλο τον καιρό της δράσης του, όπως και το μυστικό κάθε μα κάθε φορά να βρίσκει καινούρια κάβα ώστε να ξεκινήσει πάλι μία εκδρομή προς την κορύφωση μιας πορείας αυτών που τολμούν να αμφισβητήσουν την μοίρα.
«Αυτό το πρώτο μυστικό θα το πάρω μαζί μου ,καθώς δεν μπορώ να δώσω συμβουλές που μπορεί να είναι χρήσιμες. Είναι κάτι που εδρεύει στον χαρακτήρα και όχι στην προσωπικότητα και για αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να αποκτηθούν…
Και πιστέψτε με ,και για το δεύτερο, μια αποκάλυψη των πηγών μου θα ήταν χωρίς νόημα, καθώς αυτές θα είναι πάντα πιο κοντά σε μένα από οποιονδήποτε άλλον και όταν εγώ θα έχω φύγει, δεν θα μου χρειάζονται πια».
Ο Νίκ ,άφησε όμως και άλλα μικρότερα μυστικά ,όπως την στρατηγική που χρησιμοποιούσε ,ή την διαχείριση των μεγάλων ποσών που έβαζε σε δράση. Άφησε πίσω μια τεράστια κληρονομιά σε έναν κόσμο τον οποίο αγαπούσε. Όσα ακολουθούν παρακάτω θα εξάρουν τις αισθήσεις και το πνεύμα όσων δεν τον ξέρουν ,αλλά και όσων τον ξέρουν.
Ο άνθρωπος ήταν τζογαδόρος από τότε που κατέβηκε από τα δέντρα. Ανάμεσα στα πιο αρχαία αντικείμενα είναι τα ζάρια, και τα προφητικά ραβδιά , τα οποία επίσης χρησιμοποιούνταν για παιχνίδι. Αλλά η πιο εντυπωσιακή εποχή του τζόγου στην ιστορία ήταν αυτή που ακολούθησε μια χαλάρωση της έντασης μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Έγινε γνωστή ως εποχή των high rollers . Στην Ευρώπη και την Αμερική, όνειρα για μία άνευ ορίων οικονομική ευμάρεια στο μέλλον, δημιούργησε έναν εσώτερο κόσμο τζογαδόρων για τους οποίους τα χρήματα δεν σήμαιναν τίποτα άλλο εκτός από ένα ποσό για τζόγο. Βιομηχανίες άλλαζαν χέρια σε μία βραδιά στο πόκερ, εθνικοί θησαυροί ρισκάρονταν σε μερικές μπίλιες στην ρουλέτα, και πάντοτε - ακόμη και αν οι περιβαλλόμενοι απείχαν από το να είναι κύριοι - οι παίκτες κέρδιζαν ή έχαναν με στυλ.
Σήμερα τίποτε δεν έχει επιβιώσει εκείνης της εποχής εκτός από τον ίδιο τον όρο. Ο όρος high roller ορίζεται σαν περιγραφή αυτών που παίζουν διαρκώς για μεγάλα ποσά. Αλλά είναι μόνο μία ηχώ. Η πραγματική εποχή των high rollers κράτησε κάτι λιγότερο από δύο δεκαετίες , και όταν τελείωσε , δεν ήταν δυνατό να ξαναζωντανέψει.
Αυτή ήταν η εποχή στην οποία το όνομα Νικ δε Γκρηκ είχε ταυτιστεί με τον καλύτερο τρόπο. Και αν ακόμη έχει περάσει στην ιστορία, ο Νικ και οι φίλοι του μπορούν ακόμα να θυμούνται.
«Σε βλέπω Χάρρυ ,έχεις σκύψει και ακούς, κάτι σκέφτηκες πάνω στο θέμα μας», ρώτησε ο Νικ«Ναι ναι με τύλιξε πάλι αυτή η γήινη αύρα. Όταν άνοιξα το μαγαζί στο Βέγκας είχα λησμονήσει την παλιά εποχή και ο κάθε γρύπας με ξεγελούσε» .
Όπως ένας κέρβερος που είχε βαλθεί να ανακαλύπτει πλούσια θύματα για το νεότευκτο τότε Λας Βέγκας. Βάλθηκε ένας τέτοιος τύπος να πείσει μία μέρα τον Χάρρυ όταν και ο Νικ ήταν παρόν. Ο Νικ διάβαζε Πλάτωνα σε ένα τραπέζι του καφέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου